Share

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Νάνος Βαλαωρίτης (Nanos Valaoritis)-Τι είχαμε, τι χάσαμε και τι μας μένει ακόμα…




Τι είχαμε, τι χάσαμε και τι μας μένει ακόμα…

Χάσαμε τ’ αυτοκίνητα, τα κινητά μας, τα ακίνητά μας, τα επιδόματα του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Χάσαμε τον ύπνο μας, τη δουλειά μας, το μαγαζάκι, το καφενείο, την επιχείρηση ρούχων, παπουτσιών, την ιστορία μας, το 1821, τη Σμύρνη, τη Μικρά Ασία. Χάσαμε τα καπέλα μας, την αξιοπρέπειά μας, την μπέσα μας (Μπέσαμε μούτσος…), τις πνευματικές μας αξίες, τις αξίες στο Χρηματιστήριο, τις καρέκλες μας εποχής, στο Δημοπρατήριο, τις ντουλάπες, τους καθρέφτες.
Χάσαμε τη βυζαντινή μας ταυτότητα, ως γνήσιοι Έλληνες απόγονοι εκείνων των άλλων Ελλήνων που θαυματούργησαν χωρίς δάνεια, χωρίς θέσεις στο δημόσιο, αργομισθίες στα Δέκο, στη Λυρική σκηνή, στη Δημόσια Τηλεόραση. Χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια μας, τα βρακιά μας, τα εισοδήματα απ’ τους τεράστιους φόρους, τα ξενοδοχεία μας, τα πλοία τα εμπορικά, τα πλοία της γραμμής, τη φήμη μας στο εξωτερικό, τους φίλους μας, που μας άφησαν χωρίς να το αντιληφθούμε… μια νύχτα βροχερή, συννεφιασμένη.
Τι μας έμεινε;
Ο Ήλιος ο Πρώτος, ο Δεύτερος, ο Τρίτος, ο Δήμιος μιας Πράσινης σκέψης, ο Ηλιάτορας, ο νοητός, ο αυτονόητος, μας έμειναν τα νησιά με τα καφετιά τους βράχια, που ήταν ωραία κάποτε, τα νησιά, εδώ που τα γυρεύαμε, που ψάχναμε να τα βρούμε, η θάλασσα με τα γαλάζια κύματα, με τα καράβια, τα φέρι μποτ, τα ιστιοφόρα.
Μας έμεινε το φεγγάρι, αφερέγγυο και αυτό, μας έμειναν τα βουνά, τα φαράγγια, οι λίμνες, τα δάση αν δεν είχαν καεί ακόμα, οι ακρογιαλιές, οι αμμουδιές για μπάνιο, το χαρτί και το στυλό να γράφουμε τα ποίηματά μας και να τα πετάμε στο κάλαθο των αχρήστων, ποιος θα πληρώνει το χαρτί και το μελάνι, να τα δημοσιέψει.
Μας έμειναν τα ωραία κορίτσια με τα μακριά μαλλιά, και τα νέα παλικάρια, με τ’ αξούριστα γένια, άνεργοι οι περισσότεροι, μας έμειναν οι επιγραφές στις πόρτες, Ανοιχτό, Κλειστό, Σύρατε, Σπρώξτε, οι παράξενες φήμες, οι φακές, τα μακαρόνια, τα καλαμαράκια, τα σουβλάκια, τα κρασιά, για να ξεχάσουμε αυτά που χάσαμε, τις φιλενάδες μας στις ξένες χώρες, τις σπουδές μας στο εξωτερικό, και τα ηχηρά παρόμοια.
Μας έμεινε ο Όμηρος, αν έχουμε καιρό να τον διαβάσουμε, ο Καβάφης, ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Καρυωτάκης, ο Καββαδίας, σας έμεινα κι εγώ, αν κάνετε έναν κόπο να με διαβάσετε.
Νάνος Βαλαωρίτης

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΣΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ------------------------------------------ Του Μανώλη Γλέζου

ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΣΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
------------------------------------------
Του Μανώλη Γλέζου
Ήταν την ώρα της περισυλλογής
τότες, που όλες οι μνήμες
στριφογυρνούν στις στενάχωρες θύρες του μυαλού
στις ωκεάνιες δίνες της συνείδησης.
Τότες ήρθες να με βρεις
να με ρωτήσεις: γιατί;
Κλαίω. Γιατί ξέρω το αίτιο
και δεν μπορώ να το σταματήσω.
Θρηνώ, μικρό παιδί, για τα χρόνια της ζήσης
που έχασες
για τις χαρές της ζωής που δεν πρόλαβες.
Οδύρομαι για τα ολοκαυτώματα στο Άουσβιτς
στο Ματχάουζεν, στο Μπίρκεναου
για όλα τα εκατομμύρια των εβραίων.
Κι όσο σκέφτομαι και θρηνώ και κλαίω
το αιμάτινο λύθρον
που σφραγίζει όλες τις σελίδες της ιστορίας
τόσο και δεν αντέχω
της γενιάς σου άνθρωποι
να μιμούνται τους δολοφόνους σου.

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Evanescence - Bring Me To Life

Υπεραστικοί Δεκέμβρης 2013

Τη φώτισαν, τη στόλισαν, φτιασιδωμένη, βαθιά κρυμμένη, να πονά.
Χωρίς φωνή, μόνο σιωπή, πληγές σπαρμένη, χρόνια προσμένει, ξαγρυπνά.
H Αθήνα πληγωμένη τους στολισμούς πετά,
τη φορεσιά της σκίζει, τη γύμνια της κοιτά.
«Αφήστε με», ουρλιάζει, «δεν έχω εγώ γιορτή,
τούτη η μάσκα στάζει ξεφτίλα και ντροπή».
Σιχάθηκε, τινάχτηκε. Βαθιές ρυτίδες στάξαν ελπίδες σα θεριά.
Νικήθηκε, μ' αρνήθηκε μασκαρεμένη, ευχές δεμένη, να γερνά.
Τα χέρια της ανοίγει, τραντάζεται η γη.
Στην αγκαλιά της κλείνει της φτώχειας τη σιωπή,
φιλάνθρωπες κυρίες σαν σέρνουν τη γιορτή,
με χνώτο ποτισμένο του αίματος οσμή.
Το κρύο που ακονίζει τα δόντια του ξανά,
τις χαρτονένιες κρύπτες των άστεγων τρυπά.
Γέροντες στα σκουπίδια ψωμί αναζητούν,
τα τρωκτικά στα ρείθρα μ' ελπίδα τους κοιτούν.
Ζητιάνοι πεταμένοι στων δρόμων τη βουή,
νέφη αιθαλομίχλης σκεπάζουν την πληγή.
Ξεκλείδωτες ταράτσες, φριχτοί φωταγωγοί,
σκοινιά θηλιές πασχίζουν κι οι κρόταφοι στιλπνοί.
Ρακένδυτοι εργάτες βορά σε αφεντικά
που μαύρη οχιά σαν θρέφουν, στα μάτια τα κοιτά.
Στρατόπεδα χωνεύουν ζωές μεταναστών,
η σβάστικα ανασαίνει στη μήτρα των αστών.
Κυλά στη Δηλιγιάννη σαπίλα και βρωμιά,
η αυγή γίνεται νύχτα, σκοτάδι και σκουριά.
Απ' τα έγκατα της Μέρλιν ξεχύνονται ρωγμές,
την Μπουμπουλίνας σκίζουν γερόντισσες κραυγές.
Χωρίς σιωπή, μόνο φωνή. Στη νύχτα δίνη που ξαναδίνει το σκοπό.
Φως έσταξε, σαν έψαξε της πάλης χνάρια, λαού, σημάδια, ζωντανού.
Τα χέρια της ανοίγει, τραντάζεται η γη.
Στην αγκαλιά της κλείνει της φτώχειας την οργή.
Ουλές κόκκινης μνήμης στους δρόμους της μετρά,
καίγοντας τα στολίδια, στην πλάτη της καρφιά.
Τις τρύπες απ' τις σφαίρες στους τοίχους ψηλαφεί,
συνθήματα από αίμα στο στήθος της ζωή.
Δεν μάτωσε από φόβο κι όρκο παλιό κρατά,
γυμνή από φτιασίδια να ορμήσει στη φωτιά.
Ξημέρωσε, μάς ένωσε. Βαριανασαίνει και περιμένει τη φωτιά.
Υπεραστικοί
Δεκέμβρης 2013