Share

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Νίκος Γκάτσος Ο ιππότης και ο θάνατος

Νίκος Γκάτσος

Ο ιππότης και ο θάνατος

Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.


(1513) Καθὼς σὲ βλέπω ἀκίνητο
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ'ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τοῦ Ἄη – Γιωργιοῦ νὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Σ' αὐτὲς τiς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιά μέρα νὰ σβηστεῖς κι ἐσὺ παντοτινὰ μαζί τους 
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιά φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Μιὰ νεραντζιὰ στοῦ φεγγαριοῦ τοὺς χιονισμένους κάμπους 
Καὶ τὸ μαγνάδι μιᾶς βραδιᾶς νὰ ξεδιπλώσω μπροστά σου 
Μὲ τὸν Ἀντάρη κόκκινο νὰ τραγουδάει τὰ νιάτα 
Μὲ τὸ Ποτάμι τ' Οὐρανοῦ νὰ χύνεται στὸν Αὔγουστο
Καὶ μὲ τ' Ἀστέρι τοῦ Βοριᾶ νὰ κλαίει καὶ νὰ παγώνει— 
Μπορῶ νὰ βάλω λιβάδια
Νερὰ ποὺ κάποτε πότισαν τὰ κρίνα τῆς Γερμανίας 
Κι αὐτὰ τὰ σίδερα ποὺ φορεῖς μπορῶ νὰ σοῦ τὰ στολίσω 
Μ' ἕνα κλωνὶ βασιλικὸ κι ἕνα ματσάκι δυόσμο 
Μὲ τοῦ Πλαπούτα τ' ἅρματα καὶ τοῦ Νικηταρᾶ τὶς πάλες.
Μὰ ἐγὼ ποὺ εἶδα τοὺς ἀπογόνους σου σὰν πουλιὰ 
Νὰ σκίζουν μιάν ἀνοιξιάτικη αὐγὴ τὸν οὐρανὸ τῆς πατρίδας μου 
Κι εἶδα τὰ κυπαρίσσια τοῦ Μοριᾶ νὰ σωπαίνουν
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τοῦ Ἀναπλιοῦ
Μπροστὰ στὴν πρόθυμη ἀγκαλιὰ τοῦ πληγωμένου πελάγου 
Ὅπου οἱ αἰῶνες πάλευαν μὲ τοὺς σταυροὺς τῆς παλληκαριᾶς 
Θὰ βάλω τώρα κοντά σου
Τὰ πικραμένα μάτια ἑνὸς παιδιοῦ
Καὶ τὰ κλεισμένα βλέφαρα 
Μέσα στὴ λάσπη καὶ τὸ αἷμα τῆς Ὀλλανδίας.

Αὐτὸς ὁ μαῦρος τόπος 
Θὰ πρασινίσει κάποτε.
Τὸ σιδερένιο χέρι τοῦ Γκὲτς θ' ἀναποδογυρίσει τ' ἁμάξια 
Θὰ τὰ φορτώσει θημωνιὲς ἀπὸ κριθάρι καὶ σίκαλη 
Καὶ μὲς στοὺς σκοτεινοὺς δρυμοὺς μὲ τὶς νεκρὲς ἀγάπες 
Ἐκεῖ ποὺ πέτρωσε ὁ καιρὸς ἕνα παρθένο φύλλο 
Στὰ στήθια ποὺ σιγότρεμε μιά δακρυσμένη τριανταφυλλιὰ 
Θὰ λάμπει ἕνα ἄστρο σιωπηλὸ σὰν ἀνοιξιάτικη μαργαρίτα.

Μὰ σὺ θὰ μένεις ἀκίνητος
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ' ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τ' Ἄη – Γιωργιοῦ θὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια 
Ἕνας ἀνήσυχος κυνηγὸς ἀπ' τὴ γενιὰ τῶν ἡρῴων
Μ' αὐτὲς τὶς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια 
Ὥσπου μιὰ μέρα νὰ σβηστεῖς καὶ σὺ παντοτεινὰ μαζί τους 
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιὰ φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε 
Ὥσπου καὶ πάλι στὶς σπηλιὲς τῶν ποταμιῶν ν' ἀντηχήσουν
Βαριὰ σφυριὰ τῆς ὑπομονῆς
Ὄχι γιὰ δαχτυλίδια καὶ σπαθιὰ
Ἀλλὰ γιὰ κλαδευτήρια κι ἀλέτρια.

Νάσος Βαγενὰς-«Θάνατος στὰ Ἐξάρχεια»

Νάσος Βαγενὰς

«Θάνατος στὰ Ἐξάρχεια»

Ἀπὸ Νάσος Βαγενάς, «Πεδίον Ἄρεως»


Μοῦ εἶπαν πὼς εἶχες πεθάνει καὶ σὲ ξαναβρίσκω
στὸ καφενεῖο νὰ παίζεις τάβλι μὲ τοὺς ζωντανοὺς
κερδίζεις κιόλας φορᾶς καὶ γραβάτα
ἐσὺ ποτὲ δὲ φοροῦσες γραβάτα
ποτὲ δὲν κατέβαινες στὴν πλατεία
κλεινόσουν πάντα σ΄ ἐκεῖνο τὸ σπίτι
καὶ κοίταζες ἀμίλητος τοὺς γείτονες καὶ τοὺς περαστικούς.

Μοῦ εἶπαν πὼς εἶχες πεθάνει ποιὸν νὰ πιστέψω
χάθηκες ξαφνικὰ χωρὶς νὰ πεῖς οὔτε λέξη
χωρὶς ν΄ ἀφήσεις οὔτε σημείωμα
τὰ παντζούρια σου κλειστὰ τὸ κουδούνι χαλασμένο
τὸ σκυλὶ πικραμένο καὶ τὰ φῶτα σβηστά.

Εἶσαι δὲν εἶσαι ποιὸν νὰ πιστέψω
πόσο ἔχει ἀλλάξει ἡ φωνή σου
οἱ ἄλλοι δὲ μιλοῦν σὲ κοιτάζουν ποὺ παίζεις 
σὲ κοιτάζουν ποὺ ρίχνεις χαμογελώντας τὰ ζάρια
κι ὅλο κερδίζεις κι ὅλο κερδίζεις.

Μὰ ἐσὺ ποτὲ δὲν κέρδιζες ἤσουν πάντα ὁ χαμένος.

Γιώργος Σεφέρης Ένας γέροντας στην ακροποταμιά

Γιώργος Σεφέρης

Ένας γέροντας στην ακροποταμιά
Στὸν Νάνη Παναγιωτόπουλο

Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «Ποιήματα» 20η ἔκδοση, ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ, Ἀθῆναι 2000.


Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε. 
Νὰ αἰσθάνεσαι δὲ φτάνει μήτε νὰ σκέπτεσαι μήτε νὰ κινεῖσαι
μήτε νὰ κινδυνεύει τὸ σῶμα σου στὴν παλιὰ πολεμίστρα, 
ὅταν τὸ λάδι ζεματιστὸ καὶ τὸ λιωμένο μολύβι
αὐλακώνουνε τὰ τειχιά.

Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε κατὰ ποῦ προχωροῦμε,
ὄχι καθὼς ὁ πόνος μας τὸ θέλει καὶ τὰ πεινασμένα παιδιά μας 
καὶ τὸ χάσμα τῆς πρόσκλησης τῶν συντρόφων ἀπὸ τὸν ἀντίπερα γιαλό•
μήτε καθὼς τὸ ψιθυρίζει τὸ μελανιασμένο φῶς στὸ πρόχειρο νοσοκομεῖο,
τὸ φαρμακευτικὸ λαμπύρισμα στὸ προσκέφαλο τοῦ παλικαριοῦ
ποὺ χειρουργήθηκε τὸ μεσημέρι•
ἀλλὰ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο, μπορεῖ νὰ θέλω νὰ πῶ καθὼς
τὸ μακρὺ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς κλειστὲς
βαθιὰ στὴν Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε θεὸς κι ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δωρητὴς
καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα•
ποὺ δὲν εἶναι ποτὲς του τὸ ἴδιο, κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ παλαιοὶ γραμματισμένοι,
κι ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα, καὶ
τὸ ἴδιο Σημεῖο, 
ὁ ἴδιος προσανατολισμός.

Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ
ἐτούτη ἡ χάρη. 
Γιατί καὶ τὸ τραγοῦδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγά-σιγὰ βουλιάζει 
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της 
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.

Ἂν εἶναι ἀνθρώπινος ὁ πόνος δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι μόνο γιὰ νὰ πονοῦμε 
γι’αὐτὸ συλλογίζομαι τόσο πολύ, τοῦτες τὶς μέρες, τὸ μεγάλο ποτάμι
αὐτὸ τὸ νόημα ποὺ προχωρεῖ ἀνάμεσα σὲ βότανα καὶ σὲ χόρτα
καὶ ζωντανὰ ποὺ βόσκουν καὶ ξεδιψοῦν κι ἀνθρώπους ποὺ σπέρνουν
καὶ ποὺ θερίζουν
καὶ σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν νεκρῶν.
Αὐτὸ τὸ ρέμα ποὺ τραβάει τὸ δρόμο του καὶ ποὺ δὲν εἶναι τόσο διαφορετικὸ
ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων 
κι ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα χωρὶς
τὸ φόβο μὲς στὴν καρδιά τους,
χωρὶς τὴν καθημερινὴ τρεμούλα γιὰ τὰ μικροπράματα ἢ ἔστω 
καὶ γιὰ τὰ μεγάλα•
ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα καθὼς ὁ στρατοκόπος ποὺ συνήθισε
ν' ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ' ἄστρα,
ὄχι ὅπως ἐμεῖς, τὴν ἄλλη μέρα, κοιτάζοντας τὸ κλειστὸ περιβόλι στὸ
κοιμισμένο ἀράπικο σπίτι,
πίσω ἀπὸ τὰ καφασωτά, τὸ δροσερὸ περιβολάκι ν' ἀλλάζει σχῆμα,
νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ μικραίνει• 
ἀλλάζοντας καθὼς κοιτάζαμε, κι ἐμεῖς, τὸ σχῆμα τοῦ πόθου μας
καὶ τῆς καρδιᾶς μας,
στὴ στάλα τοῦ μεσημεριοῦ, ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι ἑνὸς κόσμου
ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει,
πιασμένοι στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ ἤτανε σωστὴ
κι ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο
λίκνισμα πού μας ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς.

Κάϊρο, 20 Ἰουνίου '42