Share

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

ΙΩΑΝΝΑ ΦΡΑΓΚΙΑ

ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΝΗ
Από μικρό παιδί ήταν ο καημός του, τα ταξίδια. Δεν είχε λεφτά η οικογένεια κι έκανε υπομονή, να βγάλει δικό του κομπόδεμα, να ταξιδέψει επιτέλους και να το ευχαριστηθεί. Αλλά πότε δεν έφτανε ο χρόνος, πότε δεν ταίριαζε ο τόπος. Ή έβρισκε αυτό που ήθελε αλλά δεν τον ενθουσίαζε η παρέα. Κι όταν όλα έδειχναν πως ήρθε η ώρα, κάποια ατυχία έμπαινε στη μέση που τον τρέλαινε, ξαφνικές υπερωρίες στη δουλειά, μια απροσδόκητη αρρώστια του παιδιού, μια υποχρέωση που δεν έπαιρνε αναβολή.
"Πότε λοιπόν θα ταξιδέψω;" έλεγε, και δεν πίστευε πώς διάολο γινόταν, ενώ ήθελε με όλη του την ψυχή να φύγει έστω για λίγο από όλους κι όλα, να κάνει ένα ταξίδι ονειρεμένο, χαρισμένο στον εαυτό του με τόση λαχτάρα, πώς γινόταν κι η ζωή του έβαζε συνέχεια εμπόδια! Κι έπειτα πάλι έκανε υπομονή, "θα μεγαλώσουν τα παιδιά", έλεγε, "θα πάρω και σύνταξη κι επιτέλους θα ταξιδέψω". Ήρθε κι αυτή η ώρα αλλά πάλι κάτι τύχαινε, θα έπρεπε να φυλάξει το εγγόνι, ή να δώσει τα φυλαγμένα λεφτά για την ικανοποίηση άλλων αναγκών, πιο σοβαρών. Ο χρόνος μίκραινε, ο χώρος στένευε κι εκείνο το ταξίδι δεν έλεγε να φανεί. Γύρω του οι άνθρωποι με χαρές και λύπες, με ανάγκες κι επιθυμίες, με βάσανα μεγάλα αλλά και μ' εκείνη την εξαιρετική τύχη να μπορούν πότε πότε να ταξιδεύουν... Κι αυτός, καρφωμένος λες από τη μοίρα, δεν μπορούσε να φύγει, ποτέ.
Πέρασαν όλα αυτά, λιγόστεψαν, μηδενίστηκαν οι υποχρεώσεις του. Παιδιά κι εγγόνια στη δική τους ζωή, η γυναίκα του στην αιώνια Ανατολή, οι περισσότεροι φίλοι χαμένοι... Κι αυτός, μεγάλος πια, με καλή υγεία, ανεξάρτητη ζωή και κομπόδεμα που έφτανε για πολλά ταξίδια, με κοίταξε παράξενα χθες βράδυ που τον ρώτησα, γιατί επιτέλους δεν ταξιδεύει τώρα, που όλα τα θέματα είναι λυμένα, που κανείς δεν χρειάζεται ούτε αυτόν ούτε τα λεφτά του, που μπορεί επιτέλους να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.
"Μα τώρα" είπε γλυκά, "ζω με τις αναμνήσεις μου. Κι αυτές δεν θα φύγουν ούτε στο πιο μακρινό ταξίδι... Όλα πια είναι άυλα, άχρονα. μια σκόνη μέχρι τα αστέρια. Μια αστερόσκονη που με τυλίγει και μου κρατά συντροφιά. Πώς να φύγω απ' αυτές;" 
"Άρα όπου και να πας, θα συνεχίσουν να σου κάνουν παρέα" είπα παραξενεμένη. "Κι όταν γυρίσεις, πάλι μαζί σου θα είναι". 
"Δεν την έχω αυτή τη σιγουριά. Αν εκεί, στα μέρη τα μακρινά, θελήσει κάποια από αυτές να μείνει; Αν παρασύρει μαζί της κι άλλες κι αναγκαστώ να γυρίσω πίσω, μόνος; Πώς θ' αντέξω χωρίς τις αναμνήσεις μου;"
Κάτι στο βλέμμα μου τον έκανε να χαμογελάσει, μ' εκείνο το αδιόρατο χαμόγελο που σχηματίζεται καμιά φορά στους ηλικιωμένους ανθρώπους.
"'Οχι, δεν έχασα τα λογικά μου, αλλά μη ρωτήσεις τίποτε άλλο. Το ταξίδι έγινε κιόλας, κι ήταν όλη μου η ζωή. Χόρτασα διαδρομές, πήρα όλα τα ρίσκα και τα έβγαλα πέρα, καραβοτσακίστηκα στις υποχρεώσεις και στις απώλιες κι έζησα τις πιο εξαίσιες ανατολές του ήλιου στα χαμόγελα των παιδιών μου. Ανέβηκα στις απάτητες βουνοκορφές κι είδα όλη μου τη ζωή στον κάμπο απλωμένη, πότε στο λιοπύρι και πότε στη χιονοθύελλα. Όλα, φαίνεται, έπρεπε να γίνουν αναμνήσεις για να ζωντανέψει επιτέλους η μαγεία του ταξιδιού"...

Ιωάννα

















ΤΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ 

Το φως που τον έλουσε, ποτέ δεν έπεσε επάνω της. Τη νίκη του στον πόλεμο με το τέρας, ποτέ δεν τη μοιράστηκε μαζί της, κι ας ήταν παραπάνω από βέβαιο πως δεν θα γλύτωνε χωρίς τη βοήθειά της. 
Με την πρώτη ματιά, ο έρωτάς της. Οι σκέψεις της γόνιμες, γρήγορες, πώς να τον σώσει, όχι μόνο από τον κατά συρροή δολοφόνο αλλά κι από τον ίδιο της τον πατέρα, που είχε αποφασίσει την καταδίκη του. 
Το ερωτευμένο της βλέμμα δεν κατάλαβε πως ο ευνοημένος της υπηρετούσε μόνο τον εαυτό του. Στις πρώτες γλυκές του ματιές, στις πρώτες υποσχέσεις να την κάνει βασίλισσα, αυτή παραδόθηκε ταγμένη στο πάθος της. 
Κι όταν εκείνος νίκησε χάρη στη συμβουλή της, την έβαλε στο καράβι για Αθήνα κι έπειτα την ξεφορτώθηκε με τον πιο γνωστό τρόπο που έχουν οι απατεώνες από καταβολής κόσμου: "Λυπάμαι, εντολή άνωθεν" της είπε. "Ήρθε στον ύπνο μου ο θεός Διόνυσος, σε θέλει, λέει, για γυναίκα του. Τι να κάνω εγώ, ένας κοινός θνητός;"
Την παράτησε στη Νάξο, έτσι όπως πετάνε τη σαβούρα, για να συνεχίσουν ανάλαφροι το ταξίδι. Τι να το κάνει η Αριάδνη το παράσημο της Ιστορίας; Η φριχτή προδοσία της μαύρισε τη ζωή, μέχρι το τέλος...

Ιωάννα
Η φωτογραφία είναι από : https://elina11.wordpress.com/


ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΓΚΑΚΙ


Τα παγκάκια μου προκαλούν παράξενα συναισθήματα. Μιλούν τη γλώσσα όλων των ανθρώπων που κάποτε φιλοξένησαν. Άβολα, σκληρά, αλλά γι' αυτό ικανά να αντέχουν το βάρος, τις σκέψεις, τους έρωτες και την οδύνη, τη μοναξιά, τον ύπνο και το μεθύσι, την χωρίς ελπίδα προσμονή πως σ' ένα από αυτά, το δικό μου, θα έρθεις κάποτε να κάτσεις κι εσύ. Κι ας μη μιλάς. Τρελαίνομαι κάθε φορά που ακούω τους φίλους μου να λένε πως είναι χειρότερη η μοναξιά όταν ο άλλος είναι δίπλα, παρά η άλλη, η απόλυτη μοναξιά. Δεν ξέρουν τι λένε, στο υπογράφω, το κρύο χέρι της απόλυτης μοναξιάς δεν το έχει ούτε ο πιο βαρύς χειμώνας ανάμεσα σε δυο καρδιές που εξακολουθούν να πάλλονται, άσε που πάντα λαγοκοιμάται η ελπίδα πως, αύριο, ίσως ν' ανέβει λίγο ο υδράργυρος, να πεταχτούν επιτέλους τα νέα μπουμπούκια, σημάδι πώς όλα δεν έχουν ακόμα χαθεί. 


Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως έχω παραιτηθεί, εδώ θα κάθομαι, περιμένοντας τι; Τίποτα. Αλλά ένα παγκάκι στην άκρη της πλατείας είναι από μόνο του φλύαρο. Αυτή η σκληρή κι άβολη παρέα θα μου κρατάει συντροφιά, και τι δεν θα 'χει να εκμυστηρευτεί απ' τη ζωή του...


Ιωάννα

ΓΛΥΠΤΙΚΗ
Όλη νύχτα την έπλαθε, πόσο δύσκολο ήταν να σμιλέψει το υπέροχο πρόσωπό της, τα εκφραστικά μάτια, τα φιλήδονα χείλη.... Όλο του ξέφευγε αυτή, κάτι έλειπε, δεν είχε η άμμος την απαραίτητη συνοχή, κι ας είχε βάλει την ιδανική ποσότητα νερού. Κοντά στο ξημέρωμα ένιωσε κούραση αφόρητη, τα δάχτυλά του έτρεμαν, φώναζε η ερημιά του, ακόμα μια αποτυχημένη προσπάθεια να πλάσει τη λατρεμένη μορφή. Ξέσπασε, καλά που δεν έβλεπαν, τι θα έλεγαν, άντρας δυο μέτρα και να κλαίει πάνω από μια μπάλα άμμου... Άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν πάνω στο μισοτελειωμένο έργο. Το πρόσωπο της γυναίκας ζωντάνεψε, τα μάτια ανοιγόκλεισαν, τα χείλη μισάνοιξαν και βγήκε πνοή. Πρώτη του φορά ένιωσε πως είχε χαθεί χρόνος πολύτιμος, μην έχοντας ποτέ πριν σκεφτεί πως μια γυναίκα θα ήταν έτοιμη να ζωντανέψει μπροστά στην ειλικρινή, απόλυτη παράδοσή του.
Ιωάννα

EΣΤΩ ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Κάτι μέσα στο μαγικό κι εύθραυστο κουκούλι του έρωτα, λες και κυοφορεί το σπέρμα της αθανασίας. "Για πάντα..." λένε τα ερωτευμένα χείλη, αλλά δεν είναι για πάντα. Μια ίωση είναι, θα έλεγαν οι πιο κυνικοί, που άλλοι την περνούν ανάλαφρα κι άλλοι βασανίζονται μέχρι τον θάνατο να την αποτινάξουν, αν τα καταφέρουν.

Είναι όμως κι ο άλλος έρωτας, ο ανεκπλήρωτος. Ολέθριος, τυραννικός, κάνει τα θύματά του να εκλιπαρούν την εκπλήρωση, έστω φευγαλέα, ένα άγγιγμα χωρίς καμία αθωότητα, μια λέξη με ξεκάθαρο νόημα, ένα παθιασμένο φιλί, κάτι χειροπιαστό τέλος πάντων, να βυθιστούν στην άβυσσο της αιωνιότητας... κι ας σβήσουν όλα, μετά. Φτάνει να έχουν επιτέλους καταχωρίσει στο αρχείο πώς κάποτε, κάποιος, τους έκανε να νιώσουν αθάνατοι.

"Για πάντα, δικός σου" έγραφε το σημείωμα που έριξε τυχαία ο άνεμος απ' το ανοιγμένο παράθυρο. Η υπηρέτρια του διάσημου ζωγράφου το κράτησε κι έμεινε ακίνητη. Αν ήταν άλλη, μπορεί να χαμογελούσε ή να παθιαζόταν, ποιος να 'γραψε τέτοια κουβέντα, σε ποια, μήπως στην ίδια; Μήπως ο μεγάλος μαίτρ σκέφτηκε κάτι τόσο ρομαντικό για την εξομολόγησή του; Παιχνίδι του ανέμου ή πεπρωμένο;

Όμως αυτή δεν άφησε τα πόδια της να ξεκολλήσουν απ' τη γη. Δεν επέτρεψε ούτε για μια στιγμή στα βλέφαρά της να κλείσουν και να πλάσουν το ζητούμενο. Γνώριζε πως ο μαίτρ δεν θα γυρνούσε ποτέ να την κοιτάξει, αλλιώς. Κι ούτε κατάλαβε ποτέ, πετρωμένη όπως διάβαζε και ξαναδιάβαζε, πως εκείνος είχε μισανοίξει την πόρτα του ατελιέ και την κοιτούσε χαμογελώντας.
Ιωάννα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου